- ηδύς
- εία, ύ1) сладкий, вкусный; 2) приятный, симпатичный, миловидный; 3) сладостный, упоительный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἡδύς — pleasant masc nom sg ἡδύς pleasant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδύς — εία, ύ (Α ἡδύς, δωρ. τ. ἁδύς, εῑα, ύ, στον Όμ. το θηλ. και ἡδύς [μόνο μία φορά], ιων. θηλ. ἡδέα, δωρ. θηλ. ἁδέα) 1. γλυκός, ευχάριστος στις αισθήσεις, κυρίως στη γεύση, στην όσφρηση και στην ακοή («ἡδύ δεῑπνον», Ομ. Οδ.) 2. (κατ επέκτ. και για… … Dictionary of Greek
ἡδέα — ἡδύς pleasant masc/fem acc sg (ionic) ἡδύς pleasant fem nom/voc sg (epic ionic) ἡδύς pleasant neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἡδέᾱ , ἡδύς pleasant fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ἡδύς pleasant neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδέων — ἡδύς pleasant masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἡδέω̆ν , ἡδύς pleasant masc/neut gen pl ἡδύς pleasant masc/neut gen pl ἡδέω̆ν , ἡδύς pleasant gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδύ — ἡδύς pleasant masc voc sg ἡδύς pleasant neut nom/voc/acc sg ἡδύς pleasant masc voc sg ἡδύς pleasant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυτάτω — ἡδύς pleasant masc/neut nom/voc/acc dual ἡδύς pleasant masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυτάτων — ἡδύς pleasant fem gen pl ἡδύς pleasant masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυτάτως — ἡδύς pleasant adverbial ἡδύς pleasant masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυτέρων — ἡδύς pleasant fem gen pl ἡδύς pleasant masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδέες — ἡδύς pleasant masc nom pl (epic ionic) ἡδύς pleasant masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδέος — ἡδύς pleasant masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) ἡδύς pleasant masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)